-
1 σφραγίδα
[сфрагида] ουσ. θ. печать, штамп, проба (на металлах).Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σφραγίδα
-
2 печать
печать ж 1) (штемпель) η σφραγίδα* ставить \печать βάζω τη σφραγίδα, σφραγίζω 2) (пресса) ο τύπος· η εκτύπωση (печатание)9 опубликовать в \печатьи δημοσιεύω (στον τύπο)* * *ж1) ( штемпель) η σφραγίδαста́вить печа́ть — βάζω τη σφραγίδα, σφραγίζω
опубликова́ть в печа́ти — δημοσιεύω (στον τύπο)
-
3 печать
печат||ьж1. ἡ σφραγίδα [-ς], ἡ βοῦλ-λα:государственная \печать ἡ κρατική σφραγίδα·2. перен ἡ σφραγίδα [-ίς]:\печать времени ἡ σφραγίδα τής ἐποχής· \печать позора τό στίγμα τής ἀτιμίας·3. (пресса) ὁ τύπος:свобода \печатьи ἡ ἐλευθερία τοῦ τύπου, ἡ ἐλευθεροτυπία·4. (печатание) ἡ ἐκτύπωση [-ις].-отдать в \печать δίδω προς τύπωση· выйти из \печатьи τυπώνομαι·5. (шрифт) τό στοιχεῖο[ν]:мелкая \печать τά μικρά (τυπογραφικά) στοιχεία· ◊ глубокая \печать ἡ βαθυτυπία. -
4 клеймо
-
5 штамп
штамп м 1) (печать ) η σφραγίδα 2) перен. το στερεότυπο* * *м1) ( печать) η σφραγίδα2) перен. το στερεότυπο -
6 штемпель
-
7 печать
-и θ.1. σφραγίδα, βούλα• στάμπα.• ставить печать βάζω σφραγίδα, σφραγίζω.2. μτφ. αποτύπωμα• ίχνος• σημάδι•печать времени σημάδι των καιρών.
3. εκτύπωση•книга ещё в -и το βιβλίο είναι ακόμα υπο εκτύπωση.
4. ο τύπος•работники -и οι τυπογράφοι•
иностранная ο ξένος τύπος•
выступить в -и δημοσιεύω στον-τύπο.
5. τα τυπογραφικά γράμματα•книга крупной -и βιβλίο με μεγάλα γράμματα.
εκφρ.печать молчания (безмолвия) – σφράγισμα ή βούλωμα του στόματος (απαγόρευση σε κάποιον να μιλά)•в -и – στον τύπο•выйти из -и, появиться в -и – βγαίνω, εμφανίζομαι στον τύπο (δημοσιεύομαι στον τύπο). -
8 гриф
Ι1. (печать, штемпель) το μονόγραμμα, η σφραγίδα, η μονογραφή 2. (на документе) о βαθμός, η διαβάθμιση (του εγγράφου). II.муз. η λαβή (μουσικού οργάνου).III.зоол. ο γύψ, разг. о γύπας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гриф
-
9 запломбировать
1. (положить пломбу в зуб) σφραγίζω (το δόντι) 2. (наложить пломбу, запечатывая что-л.) σφραγίζωβάζω (μολύβδινη) σφραγίδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запломбировать
-
10 печать
1. (средство массовой информации) о τύποςвыйти из - и τυπώνομαι, εκδίδομαιнаходиться в - и βρίσκεται στην/υπό εκτύπωση/έκδοσηпоступать в - εκδίδομαι, βγαίνω (από την εκτύπωση)2. (типографский или иной сходный процесс) η εκτύπωσηглубокая - полигр. βαθιά -, η βαθυτυπία3. (издательское и типографское дело) η έκδοση 4. (прибор с вырезанными знаками для оттискивания их на чём-л. 5. (след, отпечаток чего-л.) το αποτύπωμα, το ίχνος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > печать
-
11 пломба
1. (печать) η μολύβδινη σφραγίδα ασφαλείας 2 (в стоматологии) (вещество, материал) το υλικό χρησιμοποιούμενο για σφράγισμα του δοντιού, (для придания зубу формы и обеспечения его нормального функционирования) το σφράγισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пломба
-
12 пломбирование
1. (накладывание печати) το σφράγισμα (για λόγους ασφαλείας) με μολύβδινη σφραγίδα 2. (зубов) το σφράγισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пломбирование
-
13 ставить
1. (в нужное положение) βάζω, τοποθετώ, θέτω, (в вертикальное положение) στήνω 2. (назначать для выполнения какой-л. работы, назначать на какое-л. место должность) διορίζω 3. (приводить в какое-л. положение, состояние) φέρω, οδηγώ 4. (помещать куда-л.) βάζω 5. (укреп-лять, устанавливать, прикреплять и т.п.) βάζω, στήνω, στερεώνω, ανεγείρω- на якорь αγκυροβολώ, προσδένω το πλοίο επί των αγκύρων6. (производить, осуществлять) βάζω, κάνω, πραγματοποιώ 7. (осуществлять постановку на сцене) ανεβάζω (στη σκηνή) 8. (выдвигать, предлагать) προτείνω, θέτωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ставить
-
14 факсимиле
1. (точное воспроизведение документа, подписи и т.п. при помощи фото-механической репродукции) το πανομοιότυπο, η πανομοιοτύπωση(факсимильный аппарат) το τηλεομοιότυπο, το φάξ (ξεν.)2. (клише, печатка) η σφραγίδατο πανομοιότυπο3. (точно воспроизведённый) το ακριβές αντίγραφο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > факсимиле
-
15 чекан
1. (для выдавливания рельефа) το εργαλείο χάραξης σε μέταλλο 2. (для уплотнения соединений) το εργαλείο στεγανοποίησης των ενώσεων 3. (штамп) η σφραγίδα 4. см. чеканка (в 1 знач.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чекан
-
16 штемпель
η σφραγίδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > штемпель
-
17 клеймо
клеймос τό σήμα, ἡ μάρκα, ἡ σφραγίδα, ἡ στάμπα / τό στίγμα (на теле осужденного, тж. перен). -
18 накладывать
накладыватьнесов1. (на что-л.) θέτω, βάζω, ἐπιθέτω:\накладывать компресс βάζω κομπρέσσα· \накладывать повязку ἐπιδένω· \накладывать лак βερνικώνω· \накладывать краску μπογιατίζω, χρωματίζω· \накладывать печать βάζω σφραγίδα·2. γεμίζω (наполнять)/ φορτώνω (нагружать)· ◊ \накладывать отпечаток На кого-л., на что́-л. ἀφήνω ἰχνη σέ κάποιον, σέ κάτι. -
19 отпечаток
отпечатокм1. τό ἀποτύπωμα/ τό Ιχνος, τό σημάδι (след):\отпечаток пальцев τά δακτυλικά ἀποτυπώματα· \отпечаток ноги́ на песке τά Ιχνη τοῦ ποδιού στήν ἄμμο·2. перен τό σημάδι, τό Ιχνος; \отпечаток гру́сти на лице τά σημάδια θλίψης στό πρόσωπο· накладывать свой \отпечаток на что-л. ἀφήνω τά Ιχνη μου, βάζω τήν σφραγίδα μου σέ κάτι. -
20 печатка
печаткаж ἡ σφραγίδα [-ις].
См. также в других словарях:
σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… … Dictionary of Greek
σφραγίδα — η 1. όργανο με ανάγλυφη παράσταση για τη σφράγιση εγγράφων κτλ.: Έχει ιδιαίτερη σφραγίδα για να βάζει την υπογραφή του. 2. αποτύπωμα της σφραγίδας: Το έγγραφο που πήρε δεν είχε σφραγίδα κι έτσι ήταν άχρηστο. 3. μτφ., ιδιαίτερο γνώρισμα: Το έργο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφραγῖδα — σφρᾱγῖδα , σφραγίς seal fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
σφραγίζω — ΝΜΑ, και ιων. τ. σφρηγίζω Α [σφραγίς, ίδος] 1. επιθέτω σφραγίδα, βάζω βούλλα (α. «το πιστοποιητικό σφραγίστηκε από την αρμόδια υπηρεσία» β. «τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον», ΠΔ) 2. κλείνω κάτι βάζοντας σφραγίδα ή σαν να βάζω σφραγίδα (α … Dictionary of Greek
σφραγιδόλιθος — Μικρή πέτρα, πολύτιμη τις περισσότερες φορές, δεμένη πάνω σε δαχτυλίδι ή σε απλή σφραγίδα, με έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις ή γράμματα, που τη χρησιμοποιούσαν κυρίως για τη σφράγιση επιστολών. Σ. προϊστορικής εποχής βρίσκονται στην Αίγυπτο, τη … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
ασφράγιστος — η, ο (AM ἀσφράγιστος, ον) αυτός που δεν έχει σφραγιστεί, που δεν φέρει σφραγίδα νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει κλειστεί με σφραγίδα 2. φρ. «δόντι ασφράγιστο» που δεν έχει κλειστεί με στερεό μίγμα 3. «ασφράγιστα γραμματόσημα» αυτό που δεν έχουν… … Dictionary of Greek
σιγίλιο — Γράμμα που γραφόταν σε μεμβράνη και υπογραφόταν από τον πατριάρχη και τα μέλη της πατριαρχικής συνόδου. Λεγόταν και σιγιλιώδες γράμμα. Σφραγιζόταν με μολυβδένια βούλα που στο ένα μέρος της έδειχνε την Παναγία να κρατάει στα χέρια της το μικρό… … Dictionary of Greek